- ακατάργητος
- -η, -ο (Α ἀκατάργητος, -ον) [καταργῶ]αυτός που δεν έχει καταργηθεί ή δεν μπορεί να καταργηθείαρχ.εκείνος που δεν αδρανεί ποτέ, ο ακάματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακατάργητος — η, ο αυτός που δεν καταργήθηκε ή δεν μπορεί να καταργηθεί: Το σχολειό, μόλο που χε ελάχιστους μαθητές, έμενε ακατάργητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)